- ξεστραβώνω
- ξεστραβώνω, ξεστράβωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεστραβώνω — 1. καθιστώ ίσιο ένα στραβό αντικείμενο, ισιάζω 2. βοηθώ κάποιον να ανακτήσει την όρασή του 3. μτφ. παρέχω σε κάποιον τη δυνατότητα να μορφωθεί, να αντιλαμβάνεται και να κρίνει με ορθό τρόπο, μορφώνω 4. παθ. ξεστραβώνομαι απαλλάσσομαι από την… … Dictionary of Greek
ξεστραβώνω — ξεστράβωσα, ξεστραβώθηκα, ξεστραβωμένος 1. μτβ., ισιώνω κάτι, κάνω κάτι να μην είναι στραβό. 2. κάνω κάποιον να μην είναι τυφλός, του δίνω την όραση. 3. μτφ., κάνω κάποιον να έχει αντίληψη, ενημερώνω, διδάσκω, μορφώνω: Μάθετε γράμματα να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεστράβωμα — το [ξεστραβώνω] 1. η μετατροπή ενός στραβού πράγματος σε ίσιο, το ίσιωμα 2. ανάκτηση τής όρασης 3. μτφ. α) η απόκτηση μόρφωσης για ορθή κρίση και αντίληψη β) η εξαγωγή ή η έξοδος κάποιου από την πλάνη, από την απάτη ή από την άγνοια … Dictionary of Greek